- ευηχής
- εὐηχής, -ές (ΑΜ) (Α και δωρ. τ. εὐαχής, -ές)1. ο εύηχος («εὐαχέα ὕμνον», Πίνδ.)2. αυτός που παράγει αρμονική φωνή, ο εύφωνος («ἵνα τορόν τε καὶ εὐηχὲς φθέγξηται», Συν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ηχή ή *ήχος (το) «ήχος»].
Dictionary of Greek. 2013.